- λιθοειδοῦς
- λιθοειδήςlike stonemasc/fem/neut gen sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ρηγματώδης — ες / ῥηγματώδης, ῶδες, ΝΑ [ῥῆγμα, ατος] 1. όμοιος με ρήγμα 2. αυτός που έχει ρήγματα («ρηγματώδης επιφάνεια») νεοελλ. φρ. «ρηγματώδη τρήματα» ανατ. οπές τής βάσης τού κρανίου μεταξύ λιθοειδούς και σφηνοειδούς οστού πρόσθιο ρηγματώδες τρήμα για τη … Dictionary of Greek
ημικυκλικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ημικύκλιο 2. αυτός που έχει σχήμα μισού κύκλου («ημικυκλική αψίδα») 3. ανατ. φρ. «ημικυκλικοί σωλήνες» τρεις ημικυκλικοί οστέινοι σωλήνες στο εσωτερικό κάθε λιθοειδούς οστού. επίρρ... ημικυκλικώς και ά με … Dictionary of Greek
καρωτιδικός — ή, ο 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην καρωτίδα 2. φρ. α) «καρωτιδικός σωλήνας» ευρύς οστέινος πόρος τού λιθοειδούς οστού, από τον οποίο εισέρχεται η έσω καρωτίδα στο κρανίο β) «καρωτιδικό νεύρο» κλάδος τού άνω αυχενικού συμπαθητικού γαγγλίου … Dictionary of Greek
φαλλόπειος — α, ο, και φαλλοπιανός, ή, ό, Ν ανατ. φρ. α) «φαλλόπειος πόρος» ανατ. πόρος τού λιθοειδούς οστού, από τον οποίο διέρχεται ένα τμήμα τού προσωπικού νεύρου β) «φαλλόπειες σάλπιγγες» ανατ. οι ωαγωγοί, οι εκφορητικοί πόροι τών ωοθηκών γ) «φαλλόπειος… … Dictionary of Greek
ωτόρροια — η, Ν ιατρ. εκροή υγρού από τον έξω ακουστικό πόρο, σύμπτωμα ωτίτιδας ή κατάγματος τού λιθοειδούς οστού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. otorrhee (< οὖς*, ὠτός «αφτί» + ρροια < ρρους < ρέω). Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο… … Dictionary of Greek
Φαλόπιο ή Φαλόπια, Γκαμπριέλε — (Fallopio ή Fallopia, Μοντένα 1523 – Πάντοβα 1562). Ιταλός γιατρός. Με πρόσκληση της Ενετικής Δημοκρατίας δίδαξε ανατομία στο Πανεπιστήμιο της Πάντοβα. Έκανε περιγραφή της ανάπτυξης των οστών και συνετέλεσε ιδιαίτερα στην πρόοδο της οστεολογίας… … Dictionary of Greek